- φυγαίχμης
- φῠγ-αίχμης, ου, [dialect] Dor. [suff] φῠγ-μας, α, ὁ,A fleeing from the spear, unwarlike, cowardly, A.Pers.1025 (lyr.), Call.Fr.117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυγαίχμης — ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, α, ὁ, Α 1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο 2. (κατ επέκτ.) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + αἰχμή (πρβλ. καρτερ αίχμης)] … Dictionary of Greek
φυγαίχμα — φυγαίχμᾱ , φυγαίχμης fleeing from the spear masc nom/voc/acc dual φυγαίχμᾱ , φυγαίχμης fleeing from the spear masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαίχμας — φυγαίχμᾱς , φυγαίχμης fleeing from the spear masc acc pl φυγαίχμᾱς , φυγαίχμης fleeing from the spear masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek